-
1 μετεκβαινω
(ион. 3 л. sing. impf. iter. μετεκβαίνεσκε) переходить(ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Her.; εἰς ἕτερον λόγον Plat.)
μετεκβῆναι φθόγγον Anth. — переменить интонацию
1 μετεκβαινω
(ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Her.; εἰς ἕτερον λόγον Plat.)